Οράματα κράνους/ζώνης
--------------------------------------------------------------------------------
μεταφέρεται όπως το διάβασα απο αλλο φορουμ μοτοσυκλετων
Εικόνα 1η
Είμαι με την νέα μου μοτοσικλέτα και κινούμαι στην Αθήνα. Είμαι όλο καμάρι για το νέο μου απόκτημα και βλέπω τις ματιές του κόσμου να πέφτουν πάνω μου εντυπωσιασμένο ι από την μοτοσικλέτα μου και βέβαια πώς να φορέσω κράνος αφού είμαι όλο καμάρι και μου έχουν φούσκωση τα μυαλά και κάθε σκέψη ότι βάζοντας το κράνος δεν θα βλέπουν ποιος είμαι απορρίπτω την χρήση του κατηγορηματικά .
Κινούμαι ανάμεσα στα αυτοκίνητα και μόλις βγαίνω στον ανοικτό δρόμο αρχίζω να επιταχύνω. Δεν βλέπω την ώρα να φτάσω στη γνωστή κοσμοπολίτικη παραλία για να συναντήσω τους φίλους μου. Ο αέρας που μπαίνει μέσα από τα μπατζάκια του σορτς και τα μανίκια της κοντομάνικης που φορώ με δροσίζει από τον καυτό ήλιο και ευλογώ την ώρα που σκέφτηκα να ντυθώ ελαφρά με παντοφλιτσα και όχι με μπότες που θα κάνανε τα πόδια μου να βράσουν.
Καθώς κινούμαι με αρκετά υψηλή ταχύτητα μέσα από τα επώνυμα γυαλιά ήλιου που φοράω, βλέπω από το απέναντι ρεύμα κυκλοφορίας κάτι άμοιρους... Ένα ζευγάρι γύρω στα 35-40 χρόνων με 2 μικρά παιδιά στο πίσω καθίσματα δεμένα σαν να είναι φυλακισμένα σε κάτι παιδικά καθίσματα να ιδρώνουν καθώς και τους ιδίους ζωσμένους με τις ζώνες ασφαλείας λες και τους πάνε στο τρελάδικο, να κινούνται στο δεξί ρεύμα κυκλοφορίας τους αργά. «Άντε κορόιδα και να δούμε ποτέ θα φτάσετε όπως πάτε», σκέφτηκα.
Τις σκέψης μου τις διέκοψε απότομα ένας πολύ δυνατός πόνος στο μάτι μου. Ήταν τόσο ισχυρός που ένιωσα το μυαλό μου να μουδιάζει. Άφησα το τιμόνι και έπιασα το μάτι μου να το καλύψω μήπως διώξω τον πόνο. Αμέσως ένιωσα τη μηχανή μου να φεύγει κάτω από τα πόδια μου και το σώμα μου να τρίβεται επάνω στην καυτή άσφαλτο. Ξαφνικά στάθηκα σαν κάπου να βρήκα και μετά τίποτα....
Απόλυτη ησυχία...
Δεν αισθανόμουν πια κανένα πόνο και το σώμα μου ήταν ανάλαφρο. Σηκώθηκα και κοίταξα τριγύρω μου.
Πάγωσα….
Το σώμα μου ήταν κάτω από το αυτοκίνητο του ζευγαριού διαλυμένο γιατί η πορεία μου με έφερε κάτω από τις ρόδες του. Η πανέμορφη μοτοσικλέτα μου ήταν κομματιασμένη και είχε χωθεί μέσα στον θάλαμο των επιβατών, μην αφήνοντας χώρο για τους επιβαίνοντες να υπάρχουν μέσα σε αυτόν, έχοντας αφαίρεση τη ζωή τους... Του ζευγαριού και των δύο αγγελουδιών που είχαν μέσα. Τότε τους είδα να βγαίνουν από μέσα. Χωρίς τα σώματά τους να με κοιτάζουν αυτά τα αγγελούδια με αυτά τα πανέμορφα μάτια άλλο απορία .
Γιατί;;;;;;;;
Εγώ δεν είχα απάντηση... Άλλωστε ήταν αργά για να απολογηθώ. Αργά για όλους...
Εικόνα 2η
Ίδιο σκηνικό... Είμαι με τη μοτοσικλέτα μου μέσα στην Αθήνα. Κινούμαι ανάμεσα στα αυτοκίνητα και μόλις βγαίνω στον ανοικτό δρόμο αρχίζω να επιταχύνω. Δεν βλέπω την ώρα να φτάσω στη γνωστή κοσμοπολίτικη παραλία για να συναντήσω τους φίλους μου. Ο αέρας με δροσίζει μπαίνοντας από τους αεραγωγούς της φόρμας μου που φορώ, με δροσίζει από τον καυτό ήλιο και ευλογώ την ώρα που σκέφτηκα να ντυθώ σωστά, έστω και αν ζεσταίνομαι τώρα, γιατί η άσφαλτος από τη ζέστη έχει αρχίσει να γλιστρά επικίνδυνα.
Καθώς κινούμαι με ταχύτητα μέσα από τη φιμέ ζελατίνα του κράνους που φορώ, βλέπω από το απέναντι ρεύμα κυκλοφορίας ένα ζευγάρι γύρω στα 35-40 χρόνων με 2 μικρά παιδιά στο πίσω καθίσματα δεμένα σε κάτι παιδικά καθίσματα, καθώς και τους ιδίους ζωσμένους με τις ζώνες ασφαλείας να κινούνται στο δεξί ρεύμα κυκλοφορίας τους, αργά.
Όπως το αυτοκίνητο με πλησιάζει βλέπω τη μητέρα των παιδιών να με δείχνει στα παιδιά της και εγώ καμαρώνω που θαυμάζουν την ολοκαίνουρια μηχανή μου.
Ξαφνικά αισθάνομαι ένα δυνατό χτύπημα στη ζελατίνα του κράνους. Έχει πέσει ένα μεγάλο έντομο και έχει διαλυθεί γεμίζοντας τη ζελατίνα μου με κομμάτια από το άψυχο, πια, κορμί του. Με μια γρήγορη κίνηση με το πίσω μέρος στης αριστερής μου παλάμης σκουπίζω τη ζελατίνα για να μπορώ να βλέπω και σκέπτομαι ότι πρέπει να σταματήσω στο πρώτο ασφαλές σημείο για να την καθαρίσω.
Από το πλάι μου περνά το αυτοκίνητο και 2 χαριτωμένες φατσούλες έχουν σηκώσει τα μικρά χεράκια τους και με χαιρετάνε. Ανταποδίδω τον χαιρετισμό και σκέπτομαι όταν ήταν και τα δικά μου παιδιά τόσο μικρά, το πόσο χαριτωμένα και ναζιάρικα ήταν...
Σκέφτομαι τώρα την διαφορά μεταξύ των εικόνων …….
Είναι τόσο, μα τόσο απλό……….
Με τη σωστή ενδυμασία ήταν απλά ένα σκούπισμα στη ζελατίνα….
Εικόνα 3η
Είμαι στην Αθήνα με το σούπερ ολοκαίνουριο αυτοκίνητό μου. Έχω το αριστερό χέρι μου επάνω στο ανοικτό παράθυρο και το πανίσχυρο στερεοφωνικό μου στη διαπασών για να ακούει ο κόσμος από μακριά και να γυρίσουν να με θαυμάσουν για την αμαξάρα μου.
Πλησιάζω σε ένα φανάρι και το ρημάδι αποφασίζει να γίνει κόκκινο. Απέχω μόλις λίγα μέτρα, όποτε πιέζω το πεντάλ του γκαζιού μου στο τέρμα για να περάσω και η τεράστια ιπποδύναμη του μοτέρ μου το κάνει να εκτοξευτεί μπροστά, κάνοντας τα λάστιχα να αφήσουν τη γόμα τους σαν ένα φίδι στην άσφαλτο. Ξαφνικά ένα άσπρο πράγμα πετάγεται μπροστά μου, πατώ φρένο για να μην το χτυπήσω και χαλάσω την αμαξάρα μου... Τα χέρια μου δεν μπορούν να κρατήσουν το βάρος του σώματός μου και το πρόσωπό μου έρχεται σε επαφή με το τιμόνι.
Αισθάνομαι έναν πόνο στο πρόσωπο και κάτι ζεστό να κυλάει, προσπαθώ να στρίψω το τιμόνι αλλά το σώμα μου το πιέζει τόσο που δεν μπορώ να το γυρίσω. Το αυτοκίνητο πέφτει επάνω σε αυτό το άσπρο πράγμα και αμέσως αισθάνομαι μια κλωτσιά στο σώμα από τον αερόσακο που ανοίγει ο οποίος με πετάει πίσω και αισθάνομαι τον σβέρκο μου να κάνει ένα έντονο κρακ.
Μετά, ησυχία...
Είμαι ανάλαφρος και δεν πονώ πια. Βγαίνω από τα διαλυμένο αμάξι μου και κοιτάζω τί ήταν αυτό το άσπρο πράγμα που πετάχτηκε μπροστά μου. Είναι κάτι σαν φορτηγάκι. Στο πλάι του έχει... έναν σταυρό… «Θεέ μου!» Σκέφτομαι... «Χτύπησα ένα ασθενοφόρο. Ο οδηγός προσπαθούσε να σώσει μια ζωή και εγώ αφαίρεσα περισσότερες». Κοιτάζω μέσα και βλέπω τον τραυματία. Είναι νεκρός πια, αλλά... τον ξέρω... είναι ο φίλος μου, ο Κώστας. Κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες μου και κλαίω με λυγμούς…
αλλά είναι αργά για πολλούς. … και για εμένα…
Εικόνα 4η
Είμαι στην Αθήνα με το σούπερ ολοκαίνουριο αυτοκίνητό μου. Έχω τα χέρια μου επάνω στο τιμόνι χαϊδεύοντάς το, τη ζώνη ασφαλείας να με κρατά σταθερά στα δερμάτινα καθίσματά του και το στερεοφωνικό μου να παίζει απαλή μελωδία που κάνει την ψυχή μου να γαληνεύει.
Πλησιάζω σε ένα φανάρι, είναι πράσινο. Απέχω μόλις λίγα μέτρα όποτε πιέζω το πετάλι του φρένου μου απαλά. Ξαφνικά ακούω σειρήνες και αμέσως κοιτάζω στους καθρέπτες μου, «μήπως είναι ασθενοφόρο;;» αναρωτιέμαι, «να του ανοίξω δρόμο».
Ένα άσπρο πράγμα πετάγεται μπροστά μου στη διασταύρωση και με αναμμένους τους φάρους και τη σειρήνα να σκεπάζει με τον ήχο της την μουσική του στερεοφωνικού μου. Το πόδι μου πατά το πεντάλ του φρένου όσο μπορεί, το σώμα μου προσπαθεί να φύγει μπροστά και να έρθει σε στενή επαφή με το τιμόνι, αλλά η ζώνη ασφάλειας που φορώ με κρατά σφικτά στο κάθισμα. Με τα χέρια μου να μην χρειάζεται να κρατήσουν το βάρος μου, στρίβω το τιμόνι δεξιά -που με την άκρη του ματιού μου έχω δει ότι είναι άδειος ο δρόμος- και με τον ελιγμό αυτόν αποφεύγω τη σύγκρουση. «Ασθενοφόρο», σκέπτομαι. Τα βάζω για μια στιγμή με τον εαυτό μου που δεν το αντιλήφθηκα αμέσως. «Ας προλάβουν τον άνθρωπο να τον πάνε γρήγορα να γίνει καλά. Μπορεί να είναι και κάποιος γνωστός ποτέ δεν ξέρεις», είπα βλέποντάς το να απομακρύνεται…
...
Οράματα που με προβληματίζουν για το εάν οδηγώ σωστά και με ασφάλεια από μόνος μου. Θα πρέπει να έχω την αστυνομία και τους νόμους για να με προβληματίζουν και να σκέφτομαι;;