Ο Mπάκουρος και η γκόμενα (σαν τιτλος απο τσόντα ακούγεται...
)
Μπάκουρος για τόσα χρόνια το προσπάθησα και πάλι
Αφού μ’ είχε κοπανήσει η καψούρα στο κεφάλι.
Πήρα όλο μου το θάρρος και με ύφος «μη φοβού»
Πρότεινα σε μια κοπέλα να τη βγάλω ραντεβού.
Είχα πήξει στα μπιρόνια και στα ματς του ποδοσφαίρου
Στα ουίσκια και τα ούζα, το συκώτι μου σα γέρου.
Δεν το λέω, είναι ωραία με τους φίλους να γυρίζεις
Αλλά είχε γίνει η μπάμια σα σταφίδα που την πήζεις.
Η κοπέλα μία κούκλα, φοβερή και τρομερή
Και με πλούσια τα ελέη (also known as «ζουμερή»).
Είχε σίγουρα κινήσει το ενδιαφέρων όλων
Και στα όνειρα τις νύχτες έπαιζε τον πρώτον ρόλον.
Μου ‘χε μπει μέσα στο μάτι για διάστημα μεγάλο
Κι είχα βάλει μέγα πείσμα κάποια μέρα να τη βγάλω.
Αφού με κοροιδεύαν όλοι οι φίλοι κι οι γνωστοί
Είπα κίνηση να κάνω που ‘χει τακτική σωστή.
Ετοιμάστηκα στο σπίτι, βρήκα ρούχα στα πατάρια
Να μην είμαι σα το γύφτο που συχνάζει στα φανάρια.
Η χωρίστρα ήταν στην πένα, αεροδρόμιο για ψείρες
Και στο στόμα είχα mentos, μη μυρίζουνε οι μπύρες…
Ήξερα το που συχνάζει και ποιες ώρες μένει μόνη
Τι την κάνει να γελάει, τι την κάνει να θυμώνει.
Το πρωί κάθε Σαββάτου μόνη έπινε εσπρέσσο
Κι έπαιρνε κάθε φορά και το στυλ «πολύ αρέσω».
Αφού είχα καταλήξει στο σημείο της ενέδρας
Κι ένιωθα σα μαθητούδι μπρος στον δάσκαλο της έδρας.
Με δυο τρεις βαθιές ανάσες την πλησίασα με χάρη
Και με ύφος που θυμίζει τον ταξίαρχο Θεοχάρη.
«
Καλημέρα» της ψευδίζω με μια δόση ανεμελιάς
σαν να πρόσφερα στον στίβο ένα κλάδο της ελιάς.
«
Καλημέρα» απαντάει και ρουφάει τον καφέ της
ούτε μια στιγμή δε χάνει το “look Hollywood” εφέ της.
«
Να καθίσω?» τη ρωτάω «
βλέπω είσαι λίγο μόνη».
«
Να, τυχαία προσπερνούσα κι έκοψα όλο το τιμόνι».
«Αν θυμάσαι, με γνωρίζεις από το δημοτικό
είμαι αυτός που η Δασκάλα προσφωνούσε «σπαστικό».
«
Τώρα είμαστε μαζί ίδια τάξη στη σχολή.
Είμαι αυτός που έχει σπάσει του δασκάλου τη χολή.
Κάθομαι στα δεξιά σου, απ’ τον πίνακα πιο πίσω
Πως στο μάθημα προσέχω, προσπαθώ όλους να πείσω.»
Με κοιτάει καλά καλά, από πάνω μέχρι κάτω
Ίσως κάτι της θυμίζω, ένα παίδαρο βαρβάτο.
Μου κουνάει το κεφάλι της συγκαταβατικά
και εγώ απ’ τη χαρά μου κάνω ακροβατικά.
Της αρχίζω την κουβέντα και καλή να κάνω εντύπα
Πως ακούω κλασσική και ποτέ μου τον Αντύπα
Πως είμαι πολύ κεφάτος και η soul στην παρέα
Πως είμαι αθληταράς και πολλά άλλα ωραία.
Αυτή δείχνει να τσιμπάει, σαν το fish που πάει στο bait.
Σκέφτομαι πως πιάνουν τόπο το rexona κι η colgate.
«
Μου τα λες πολύ ωραία» μ’ ενθαρρύνει λέγοντας μου
«
Είμαι σαν το ελαφάκι και εσύ ο Λέοντας μου».
Κι ενώ όλα μου πηγαίναν σαν Ελβετικό ρολόι
Είπε κάτι που μου γίνανε τα νευρα κομπολόι!
«
Δεν πιστευω το αμάξι σου να είναι το κορρόλα?»
Εμείς μέσα στα προάστια τα έχουμε για φόλα».
«
Μονάχα σε Γερμανικό αμάξι εγώ κυκλοφορώ
που να ‘χει την ποιότητα των ρούχων που φορώ.
Να έχει τα καθίσματα με δέρμα αντοχής
Κλασσάτο με design σε ύφος εποχής.»
«
Γι’ αυτό αν θέλεις φίλε μου μαζί μου να την βγάλεις
Πρέπει πωλητήριο στην ρόλα σου να βάλεις!
Να αλλάξεις το αμάξι σου σε ευρωπαικό
Γιατί τα ιαπωνικά μου φέρνουν εμετό….»
Μόλις τα άκουσα αυτά μου πέσανε τα δόντια
Και σκέφτηκα πως δεν μπορεί, μάλλον θα είναι πόντια.
Αστείο τώρα θα μου πει με πόντιο και Γάλλο
Στην ζούγκλα πως τους βρήκανε μαζί με παπαγάλο.
Χωρίς πολύ να το σκεφτώ ζητάω ένα εκλέρ
Στον σερβιτόρο δίπλα μου φωνάζω «
thank you sir».
Βγάζω το περιτύλιγμα, και πάω πιο κοντά της
Το προσγειώνω άτσαλα στα πλούσια μαλλιά της.
Αυτή δεν το περίμενε, δεν είχε συνηθίσει
Να της φερθούνε άκοσμα δεν το ‘χε ξαναζήσει.
Της λέω «
άκου κούκλα μου, εμένα να με βρίζεις
Δεν έχω ούτε πρόβλημα τα φρύδια να μου πρίζεις.
Μα για την κορολίτσα μου κουβέντα δεν σηκώνω
Μπορεί από λόρδος Βύρωνας να γίνω U2 ΒΟΝΟ.
"Αν θες να έχεις δίπλα σου τον άντρα το σωστό
Τον caveman με ρόπαλο και όχι με λοστό
Θα τονε κρίνεις σίγουρα απ’ τις επιλογές
Και όχι απ’ του τσελεμεντέ τις στάνταρ συνταγές."
Κορόλλα έχω κούκλα μου, την top επιλογή
Για να το πάρω έδωσα το ύδωρ και τη γή.
Κι αν βάλω μες την ζυγαριά εσέ και το κορόλλα
Λυπάμαι πολύ κούκλα μου, αλλά εσύ τρως σόλα…
Αυτά της είπα κι έστριψα. Την άφησα alone.
Με το εκλέρ στη μούρη της έμοιαζε σαν σε κλόουν.
Ο σερβιτόρος έφερνε πανιά να την σκουπίσει
Κι αυτή απ’ την τσαντίλα της στο στόμα είχε αφρίσει!
Στην κορολλίτσα γύρισα, κι έκατσα μέσα λίγο.
Και δεν μου έκανε όρεξη να σηκωθώ να φύγω.
Δεν θα την πλήγωνα ποτέ, δεν θέλω, ούτε μπορώ.
Μια γκόμενα τόσο πιστή, δεν πρόκειται βρώ.
Ορέξεις να μου ικανοποιεί χωρίς να λέει όχι
Πάντα ζεστή και πρόθυμη, στου ξυραφιού την κόχη.
Μπορεί οι ορμόνες το μυαλό να μου ‘καναν κουκούτσι
Μα μπρος στο κορολλάκι μου δεν βάζω ούτε Belucci…
The End
Mad P.K. (Poetry King)